σπερματισθῇ

σπερματισθῇ
σπερματίζω
sow
aor subj pass 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σπερματίζω — ΜΑ [σπέρμα, ατος] μσν. αναζητώ, ερευνώ την καταγωγή κάποιου αρχ. 1. σπέρνω 2. (για φυτό) ωριμάζω, δένω καρπό 3. παθ. σπερματίζομαι (για γυναίκα) δέχομαι ανδρικό σπέρμα, συλλαμβάνω («γυνὴ ἥτις ἐὰν σπερματισθῇ καὶ τέκῃ ἄρσεν...» ΠΔ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”